φροντιστήριο

φροντιστήριο
Εξωσχολικό εκπαιδευτικό ίδρυμα, όπου ο μαθητής του γυμνασίου ή του λυκείου κάνει ιδιαίτερα μαθήματα είτε για να προβιβαστεί στην άλλη τάξη, επειδή έμεινε επανεξεταστέος, είτε για να προετοιμαστεί καλύτερα στις εξετάσεις που θα δώσει σε μια ανώτερη ή ανώτατη σχολή. Φ. λέγεται επίσης και ένας τρόπος προφορικής ανάπτυξης (παρουσίαση) ενός θέματος από ειδικό, δηλαδή από γνώστη του θέματος, οπότε μπορεί να ακολουθήσει και συζήτηση με τους ακροατές του Φ. λειτουργούν πολλά στην Ελλάδα, κυρίως στις μεγάλες πόλεις.
* * *
το / φροντιστήριον, ΝΑ
εκπαιδευτήριο, σπουδαστήριο
νεοελλ.
1. προπαρασκευαστική σχολή για μαθητές ή φοιτητές («φροντιστήρια μέσης εκπαίδευσης»)
2. συνεκδ. διδασκαλία, μάθημα σε εκπαιδευτήριο
3. (ειδικά) πανεπιστημιακό μάθημα, κατά το οποίο γίνεται εξέταση και εφαρμογή τών διδαγμένων
4. αποθήκη φροντιστή
μσν.-αρχ.
1. μοναστήρι («τῶν ἀσκητῶν φροντιστήριον», Παλλ.)
2. καταφύγιο, άσυλο
αρχ.
1. φατρία, φράτρα*
2. αίθουσα συνεδριάσεων και διαλέξεων
3. δικαστήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φροντίζω + επίθημα -τήριο(ν)* (πρβλ. γυμνασ-τήριο[ν])].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φροντιστήριο — το 1. σπουδαστήριο, εκπαιδευτήριο, σχολή: Φλαγγινιανό φροντιστήριο (όνομα ελληνικού εκπαιδευτηρίου στη Βενετία σε παλιότερα χρόνια). 2. προπαρασκευαστική σχολή για μαθητές ή φοιτητές: Είναι ανεξεταστέα στα μαθηματικά και πάει σε φροντιστήριο. 3.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Φλαγγινιανό Φροντιστήριο — Ελληνική σχολή της Βενετίας, που ιδρύθηκε σύμφωνα με την επιθυμία του Θωμά Φλαγγίνη, ο οποίος διέθεσε γι’ αυτό τον σκοπό όλη του την περιουσία. Το φροντιστήριο αυτό, με διάταγμα της Γερουσίας, ονομάστηκε Φλαγγιανό στις 6 Σεπτεμβρίου 1664 και… …   Dictionary of Greek

  • φροντιστηριακός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φροντιστήριο 2. αυτός που διεξάγεται σε φροντιστήριο («φροντιστηριακά μαθήματα»). επίρρ... φροντιστηριακώς Ν σε φροντιστήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φροντιστήριο. Το επίθ. φροντιστηριακός μαρτυρείται από το… …   Dictionary of Greek

  • Αγαθόνικος — I Όνομα μαρτύρων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Υπάρχουν πολλές πληροφορίες για τηζωή του, αν και δεν αναφέρεται από κανέναν συναξαριστή. Ο Α. ήταν Βυζαντινός, ευγενής, που μαρτύρησε στις αρχές του 8ου αι. στα Ιεροσόλυμα στη διάρκεια ιερού… …   Dictionary of Greek

  • φροντιστηριακός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φροντιστήριο, που γίνεται σε φροντιστήριο: Φροντιστηριακά μαθήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Frontistirio — A Frontisterion (Katharevousa) or Frontistirio (Modern Greek) in Greek Φροντιστήριο is a prevalent type of private cram schools in Greece.Most Greek secondary education students whose families can afford the significant fees attend a frontistirio …   Wikipedia

  • Monasterio de Sumela — Coordenadas: 40°41′31″N 39°39′28″E / 40.69194, 39.65778 …   Wikipedia Español

  • Гюмюшхане — (тур. Gümüşhane) или Аргируполис (греч. Αργυρουπολις)  главный город одноименного ила. Находится 115 км южнее Трабзона, на южном склоне Понтийских Альп. Население 30 тыс. человек (2000 г.). Содержание 1 Этимология …   Википедия

  • διονύσιος — I Ονομασία ενός μήνα σε πολλές αρχαίες ελληνικές πόλεις. Στη Λοκρίδα αντιστοιχούσε προς τον αττικό Ποσειδεώνα (Δεκέμβριο) και στην Αιτωλία προς τον Μουνυχιώνα (Απρίλιο). II Όνομα τυράννων των Συρακουσών. 1. Δ. Α’ ο πρεσβύτερος (432 – 367 π.Χ.).… …   Dictionary of Greek

  • καλλίνικος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησε με ξίφος μαζί με τη Βασίλισσα, η οποία στους Συναξαριστές και στα Μηναία αναφέρεται ως Καλλινίκη. Η μνήμη του τιμάται στις 22 Μαρτίου. 2. Καταγόταν από την Κιλικία. Μαρτύρησε στη Γάγγρα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”